Ο Γιούνους γεννήθηκε στο λιμάνι Τσιταγκόνγκ, στο Μπανγκλαντές και κίνητρο στη ζωή του ήταν το όραμά του για ένα κόσμο χωρίς φτώχεια. Ξεκίνησε το 1976, όταν είδε χωρικούς που έπλεκαν καλάθια να ζουν σε απόλυτη ένδεια παρ’ όλη την επιδεξιότητά τους. Θεωρώντας ότι θα είχαν χαμηλό πιστωτικό κίνδυνο οι τεχνίτες βεβιασμένα δανείζονταν χρήματα με πολύ υψηλό τόκο για να αγοράσουν μπαμπού και, αφού εξοφλούσαν τους δανειστές τους, δεν τους απέμενε καθόλου κέρδος. Από δικά του χρήματα, ο Γιούνους δάνεισε χρήματα σε μια ομάδα γυναικών οι οποίες ξεπλήρωσαν τη χρηματοδότηση και, για πρώτη φορά, έβγαλαν ένα μικρό κέρδος. Ο Γιούνους συνειδητοποίησε ότι μέσω μικρών δανείων και οικονομικών υπηρεσιών, θα μπορούσε να βοηθήσει τους φτωχούς να ξεφύγουν από την ένδεια.
Το 1983 ίδρυσε την Τράπεζα Γκράμιν (Τράπεζα του Χωριού), βασισμένος στην πίστη του ότι η πίστωση είναι θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Σε 25 χρόνια η τράπεζα έγινε η ναυαρχίδα ενός δικτύου 100 παρόμοιων ιδρυμάτων σε όλη τη χώρα, που επέτρεψαν σε εκατομμύρια ανθρώπους να ξεφύγουν από τη φτώχεια, μέσω της οικονομικής δυνατότητας που τους δόθηκε ατομικά. Η Grammeen Bank δεν φοβάται την κρίση. Ο Μοχάμεντ Γιούνους, ιδιοκτήτης της τράπεζας στο Μπαγκλαντές, έχει αναπτύξει τέτοια σχέση εμπιστοσύνης με τους οφειλέτες της που αποδεικνύεται ότι το «καθαρό κούτελο» πάει αντάμα με τα ροζιασμένα χέρια. Κι ενώ το διεθνές τραπεζικό σύστημα περνάει τη μεγαλύτερη -λένε- κρίση στην Ιστορία και η ευημερία του ανεπτυγμένου κόσμου κινδυνεύει να εξανεμιστεί, υπάρχει στο μακρινό Μπαγκλαντές μια τράπεζα που δεν ανησυχεί μήπως οι αποταμιευτές αποσύρουν πανικόβλητοι τις καταθέσεις τους ούτε και μην τυχόν οι μετοχές της κατρακυλήσουν στο Xρηματιστήριο.
Σκοπός της Grammeen Bank δεν είναι η συσσώρευση του πλούτου, αλλά η ανακούφιση της φτώχειας. Η πελατεία της δεν φοράει ακριβά κοστούμια, δεν μιλάει με iPhone, δεν απαρτίζεται καν από νουνεχείς νοικοκύρηδες που επενδύουν το περίσσευμά τους. Πρόκειται για επτάμισι εκατομμύρια ανέστιους και πένητες – για γυναίκες που με την αγορά μιας μεταχειρισμένης ραπτομηχανής θα εξασφαλίσουν επιτέλους ένα ελάχιστο εισόδημα, για ζητιάνους που έχουν ανάγκη από μια ομπρέλα για να μην τους καίει ο τροπικός ήλιος. Η Grammeen Bank δανείζει αθρόα τα απαραίτητα (γλίσχρα για τα δικά μας δεδομένα) ποσά χωρίς να απαιτεί την παραμικρή περιουσιακή εγγύηση, δίχως να κυνηγάει καν το δάνειο σε περίπτωση μη εξόφλησής του. Κι όμως, λιγότερο από το 2% των οφειλετών της φαίνονται ασυνεπείς.Η τράπεζα των Φτωχών -όπως επίσημα αυτοπροσδιορίζεται- ευημερεί, με 2.500 υποκαταστήματα και με καθαρά κέρδη που έφτασαν το 2007 στο 1,5 εκατ. δολάρια. Εμπνευστής και επικεφαλής της είναι ο καθηγητής Μοχάμεντ Γιούνους, o οποίος για τη συμβολή του στην ανάπτυξη της μικροοικονομίας και στην καταπολέμηση της ανέχειας βραβεύθηκε το 2006 με το Νόμπελ Ειρήνης.
Ο 68χρονος σήμερα Μοχάμεντ Γιούνους μπορεί να γεννήθηκε σε χωριό, αλλά είχε πατέρα που έφτιαχνε κοσμήματα και αυτό προφανώς του επέτρεψε να μορφωθεί. Σπούδασε πρώτα στην πόλη Ντάκα -πακιστανική ακόμα τότε, σήμερα πρωτεύουσα του Μπαγκλαντές- και ύστερα στις ΗΠΑ, όπου και δίδαξε Οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Τενεσί. Συνέβαλε στον αγώνα της απελευθέρωσης του Μπαγκλαντές κινητοποιώντας τους εγκατεστημένους στην Αμερική συμπατριώτες του. Οταν, το 1971, επετεύχθη η ανεξαρτησία, επαναπατρίσθηκε και διορίστηκε αρχικά κυβερνητικό στέλεχος. Η αφ” υψηλού όμως γραφειοκρατική προσέγγιση των προβλημάτων τού προξενούσε πλήξη ανάμικτη με θλίψη. Επέστρεψε συνεπώς στα ακαδημαϊκά του καθήκοντα και ανέπτυξε ένα πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης.
Η επαφή με πληθυσμούς που το κατά κεφαλήν εισόδημά τους δεν υπερέβαινε τα 300 δολάρια το χρόνο γινόταν όλο και πιο ουσιαστική. Ο Μοχάμεντ Γιούνους συνειδητοποίησε ότι η απόσταση ανάμεσα στην απόλυτη απελπισία και την προοπτική μιας αξιοπρεπούς και δημιουργικής ζωής αντιστοιχούσε με την τιμή ενός γεύματος σε ένα φαστφουντάδικο του δυτικού κόσμου. Ανοιξε λοιπόν το πορτοφόλι του και δάνεισε αρχικά 27 δολάρια σε 42 γυναίκες, οι οποίες κατασκεύαζαν έπιπλα από μπαμπού και ήταν μέχρι τότε έρμαια των τοκογλύφων. Αυτό που φάνταζε σαν φιλανθρωπία αποδείχθηκε συμφέρουσα επένδυση. Μάταια ο Μοχάμεντ Γιούνους πάσχιζε να πείσει τις υπάρχουσες τράπεζες να μιμηθούν -στην κλίμακά τους- το παράδειγμά του. Ετσι, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και το 1976 ίδρυσε την Grammeen Bank. Η θριαμβευτική επιτυχία του εγχειρήματος αποδεικνύεται από την αλματώδη επέκταση του πεδίου δραστηριοτήτων της Grammeen Bank. Η Τράπεζα των Φτωχών χορηγεί χιλιάδες υποτροφίες και διαθέτει ως θυγατρικές μία εταιρία τηλεφωνίας, ένα νοσοκομείο οφθαλμικών παθήσεων, ένα εργοστάσιο γιαουρτιού και πολλές άλλες μικρότερες επιχειρήσεις με κοινωνικό πάντοτε προσανατολισμό. Δεν είναι συνεπώς περίεργο που έχει κατά καιρούς δεχθεί αήθεις επιθέσεις από τα αντιδραστικότερα τμήματα της μπαγκλαντεσιανής κοινωνίας, τα οποία είχαν φτάσει σε σημείο να απειλούν τις γυναίκες ότι αν δεχθούν δάνειο από την Grammeen δεν θα αξιωθούν μουσουλμανική κηδεία.
Η χαρά που έδωσε ο Γιούνους σε μερικούς ανθρώπους με τόσο λίγα χρήματα, τον ώθησε να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα δανειοδότησης σε χωριά του Μπανγκλαντές. Η τράπεζα δεν απαιτεί κανενός είδους εγγύηση, ωστόσο ζητά τη δημιουργία μικρών ομάδων υποστήριξης. Τα μέλη τους συναντιούνται τακτικά για να συγκεντρώσουν τα χρήματα για την αποπληρωμή και στηρίζουν το ένα το άλλο στην προσπάθειά τους αυτή.Ενθαρρύνει ακόμα τους δανειολήπτες να ακολουθήσουν κάποιες αρχές στη ζωή τους (οι 16 αποφάσεις), όπως το να μη δέχονται ούτε να δίνουν προίκα, να μην παντρεύουν τα παιδιά τους όσο είναι ανήλικα, να φροντίζουν για την εκπαίδευσή τους, να ακολουθούν κανόνες υγιεινής.
Το 97% των δανειοληπτών της Γκραμίν είναι γυναίκες, καθώς αποδείχθηκαν στην πορεία πολύ πιο αξιόπιστες από τους άνδρες, ενώ, όπως λέει ο Γιούνους, είναι πολύ πιθανότερο τα εισοδήματά τους να βοηθήσουν ολόκληρη την οικογένεια.Η ανάπτυξη της τράπεζας είναι εντυπωσιακή. Το Μάιο του 2006 η Γκραμίν είχε, σύμφωνα με την ιστοσελίδα της, 6,7 εκατομμύρια δανειολήπτες. Από την ίδρυσή της έχει χορηγήσει 5,7 δισεκατομμύρια δολάρια σε δάνεια, ενώ ο δείκτης εξυπηρέτησης των πιστώσεων είναι σχεδόν 99%.
Η τράπεζα βέβαια χρεώνει κάποιο επιτόκιο (από 0% για τους ζητιάνους, μέχρι 20%), καθώς δεν θεωρείται φιλανθρωπική οργάνωση. Επίσης, είναι κερδοφόρος. Το 2005 τα κέρδη της ανήλθαν σε 15 εκατομμύρια δολάρια. Μπορεί να είναι ελάχιστα σε σύγκριση με τις παραδοσιακές τράπεζες και να μεταφέρθηκαν σε ταμείο για την περίπτωση καταστροφών, αλλά φανερώνουν ότι αυτό που κάνει η τράπεζα δεν είναι ακριβώς φιλανθρωπία.Ο ιδρυτής της είναι εκ πεποιθήσεως εναντίον της φιλανθρωπίας ως μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την εξάλειψη των ανισοτήτων. Όπως λέει ο ίδιος, η ελεημοσύνη στερεί από τους ανθρώπους την πρωτοβουλία. Όταν δίνουμε σε κάποιον ελεημοσύνη είναι σαν να του λέμε ‘δε χρειάζεται να πάρεις πρωτοβουλίες, εγώ θα σε φροντίσω’. Ωστόσο, χωρίς την πρωτοβουλία ο άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Ακόμα και μην επιδιώκοντας τη φιλανθρωπία, η τράπεζα έχει σημειώσει τεράστια επιτυχία: πάνω από τους μισούς δανειολήπτες της έχουν ξεφύγει μέχρι στιγμής από τη φτώχεια.
Η επιτυχία της τράπεζας έχει οδηγήσει στην εξάπλωση του συστήματος των μικροδανείων σε όλο τον κόσμο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Συνόδου για την Εκστρατεία Μικροδανεισμού, το 2005 πάνω από 3 χιλιάδες τέτοιοι οργανισμοί ανά τον κόσμο είχαν χορηγήσει μικροδάνεια σε 113 εκατομμύρια φτωχούς για να αναπτύξουν μικρές επιχειρήσεις.μΑκόμα και πολλοί από τους τραπεζικούς κολοσσούς της Δύσης, όπως η Citigroup, η ABN Amro, η Standard Chartered, αλλά και κρατικές τράπεζες σε διάφορες χώρες, έχουν αρχίσει να προσφέρουν προγράμματα μικροδανεισμού, προσβλέποντας σε μία νέα βάση πελατών. Η εξάπλωση του θεσμού μάλιστα έχει κάνει πολλούς να πιστεύουν ότι θα έπρεπε να γίνει ξεκάθαρα εμπορικός, με σκοπό το κέρδος, ισχυριζόμενοι κάτι τέτοιο ότι θα του δώσει ακόμα μεγαλύτερη ώθηση. Τα παραδοσιακά πιστωτικά ιδρύματα λοιπόν αποδέχτηκαν τελικά την επιτυχία του συστήματος των μικροδανείων, που άρχισε η Γκραμίν και τα υπόλοιπα μικροπιστωτικά ιδρύματα, και το αναπαράγουν, κάνοντας κάτι που μέχρι πριν από τρεις δεκαετίες θεωρείτο τρελό: δίνουν δάνεια χωρίς εγγυήσεις.
Μία ακόμα επικρατούσα αντίληψη, που η Γκράμιν και τα υπόλοιπα ιδρύματα κατάφεραν να ανατρέψουν, είναι ότι οι πολύ φτωχοί είναι κατά κάποιο τρόπο υπεύθυνοι για την κατάστασή τους, οκνηροί και ανίκανοι.Απέδειξαν ότι το μόνο που τους έλειπε ήταν μία μικρή ένεση κεφαλαίου για να τους βγάλει από το φαύλο κύκλο των χαμηλών εισοδημάτων, που οδηγούν σε χαμηλή αποταμίευση και χαμηλές επενδύσεις, και να τους βάλει σε έναν άλλο, ο οποίος ξεκινά και πάλι απο χαμηλά εισοδήματα, που όμως με μία ένεση μετρητών, οδηγούν σε υψηλότερο εισόδημα, υψηλότερες αποταμιεύσεις, υψηλότερες επενδύσεις, υψηλότερο εισόδημα.Το αν ο Γιούνους και το σύστημα των μικροδανείων μπορούν να απαλλάξουν τον κόσμο από τη φτώχεια μένει να αποδειχτεί. Το σίγουρο είναι ότι βοήθησαν εκατομμύρια φτωχούς ανθρώπους, και κυρίως γυναίκες, να σταθούν στα πόδια τους με τις δικές τους δυνάμεις και να ζήσουν με αξιοπρέπεια
Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Spiegel online, ο Μοχάμεντ Γιούνους δήλωσε χαρακτηριστικά ότι η απληστία κατέστρεψε το Οικονομικό Σύστημα του Πλανήτη. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:
«H εξέλιξη των γεγονότων μου προκαλεί θλίψη. Η Κατάρρευση αυτή έπληξε πάρα πολύ κόσμο και ξαφνικά έκανε τον Πλανήτη πολύ Ασταθή. Αυτό στο οποίο πρέπει να επικεντρωθούμε, είναι στο να εξασφαλίσουμε ότι παρόμοια Οικονομική Κρίση δεν θα εκδηλωθεί ποτέ στο μέλλον. Το Σύγχρονο Οικονομικό Σύστημα έχει τεράστιες τρύπες. Η Αγορά απέδειξε ότι είναι ανίκανη να «βουλώσει» από μόνη της αυτές τις τρύπες – απόδειξη ότι οι άνθρωποι έτρεξαν στις Κυβερνήσεις για βοήθεια. Αυτό δεν είναι καλό σημάδι, γιατί αποδεικνύει ότι η Εμπιστοσύνη στις Αγορές έχει, πολύ απλά, εξατμιστεί. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει καμία άλλη Εναλλακτική Λύση παρά η προσφυγή στις Κυβερνητικές Εξαγορές»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου